εὐδοκίμως

εὐδοκίμως
εὐδόκιμος
in good repute
adverbial
εὐδόκιμος
in good repute
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Εὐδοκίμως — Εὐδόκιμος in good repute masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδόκιμος — I (9ος αι.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Καππαδοκία και ήταν αξιωματούχος επί Θεοφίλου. Πολιτεύτηκε, κατά τους χρονικογράφους, με οσιότητα. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Ιουλίου. II (16ος αι.). Υμνογράφος. Πολλοί τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”